κακοθυμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοθυμία < ελληνιστική κοινή κᾰκοθῡμῐ́α < κακόθυμος < αρχαία ελληνική κακός (κακο-) + θυμ(ός) + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοθυμία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοθυμία
|