Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακαράντζα οι κακαράντζες
      γενική της κακαράντζας των κακαράντζων
    αιτιατική την κακαράντζα τις κακαράντζες
     κλητική κακαράντζα κακαράντζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακαράντζα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική kâkârédzu (πβ. ρουμανικά căcărĕadză) < λατινική cacare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kakka

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακαράντζα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία