Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθαιρετικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθαιρετικ
ός
η
καθαιρετικ
ή
το
καθαιρετικ
ό
γενική
του
καθαιρετικ
ού
της
καθαιρετικ
ής
του
καθαιρετικ
ού
αιτιατική
τον
καθαιρετικ
ό
την
καθαιρετικ
ή
το
καθαιρετικ
ό
κλητική
καθαιρετικ
έ
καθαιρετικ
ή
καθαιρετικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθαιρετικ
οί
οι
καθαιρετικ
ές
τα
καθαιρετικ
ά
γενική
των
καθαιρετικ
ών
των
καθαιρετικ
ών
των
καθαιρετικ
ών
αιτιατική
τους
καθαιρετικ
ούς
τις
καθαιρετικ
ές
τα
καθαιρετικ
ά
κλητική
καθαιρετικ
οί
καθαιρετικ
ές
καθαιρετικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθαιρετικός
<
αρχαία ελληνική
καθαιρετικός
Επίθετο
επεξεργασία
καθαιρετικός, -ή, -ό
σχετικός με την
καθαίρεση
που επιφέρει
καθαίρεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθαιρετικός