καζανιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καζανιά | οι | καζανιές |
γενική | της | καζανιάς | των | καζανιών |
αιτιατική | την | καζανιά | τις | καζανιές |
κλητική | καζανιά | καζανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαζανιά θηλυκό
- η χωρητικότητα ενός καζανιού, ανά είδος
- η συνήθης ποσότητα φαγητού που μαγειρεύεται σ' ένα καζάνι
- η ποσότητα υγρού ή ατμού που χωράει ένα κλειστό καζάνι
- (ιδιωματικό) η ποσότητα φαγητού που μαγειρεύεται σε καζάνι(α) και μοιράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες εκλδηλώσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καζάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καζανιά
|