καζάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καζάκα | οι | καζάκες |
γενική | της | καζάκας | των | καζακών |
αιτιατική | την | καζάκα | τις | καζάκες |
κλητική | καζάκα | καζάκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαζάκα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καζάκα
|