καδμείος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καδμείος | η | καδμεία | το | καδμείο |
γενική | του | καδμείου | της | καδμείας | του | καδμείου |
αιτιατική | τον | καδμείο | την | καδμεία | το | καδμείο |
κλητική | καδμείε | καδμεία | καδμείο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καδμείοι | οι | καδμείες | τα | καδμεία |
γενική | των | καδμείων | των | καδμείων | των | καδμείων |
αιτιατική | τους | καδμείους | τις | καδμείες | τα | καδμεία |
κλητική | καδμείοι | καδμείες | καδμεία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καδμείος < Κάδμος
Επίθετο
επεξεργασίακαδμείος
- αυτός που αναφέρεται στον Κάδμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καδμείος
|