Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καβοδεσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καβοδεσί
α
οι
καβοδεσί
ες
γενική
της
καβοδεσί
ας
των
καβοδεσι
ών
αιτιατική
την
καβοδεσί
α
τις
καβοδεσί
ες
κλητική
καβοδεσί
α
καβοδεσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καβοδεσία
<
καβοδέ(της)
+
-σία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καβοδεσία
θηλυκό
(
ναυτικός όρος
) η
πρόσδεση
από
καβοδέτη
του
πλοίου
με
κάβους
στον
προβλήτα
κατά τον
κατάπλου
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καβοδεσία