κάγκανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάγκανος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακάγκανος, -ος, -ον
- (για ξύλο) κατάξηρος, κατάλληλο για καύση, αρκετά ξερό
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 308 (308-311)
- περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν, | αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ, | καὶ δαΐδας μετέμισγον· ἀμοιβηδὶς δ᾽ ἀνέφαινον | δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος·
- Πάνω τους έβαλαν ξύλα ξερά, | από καιρό πια τραβηγμένα, σχισμένα μόλις με το χάλκινο πελέκι, | κι ανάμεσα στα ξύλα μπήκαν δαδιά, που κάθε λίγο τα συνδαύλιζαν, | η μια μετά την άλλη, του καρτερόψυχου Οδυσσέα οι δούλες.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν, | αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ, | καὶ δαΐδας μετέμισγον· ἀμοιβηδὶς δ᾽ ἀνέφαινον | δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 308 (308-311)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάγκανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάγκανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.