Δείτε επίσης: γκάγκαρο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κάγκανος τὸ κάγκανον
      γενική τοῦ/τῆς καγκάνου τοῦ καγκάνου
      δοτική τῷ/τῇ καγκάν τῷ καγκάν
    αιτιατική τὸν/τὴν κάγκανον τὸ κάγκανον
     κλητική ! κάγκανε κάγκανον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κάγκανοι τὰ κάγκαν
      γενική τῶν καγκάνων τῶν καγκάνων
      δοτική τοῖς/ταῖς καγκάνοις τοῖς καγκάνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καγκάνους τὰ κάγκαν
     κλητική ! κάγκανοι κάγκαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καγκάνω τὼ καγκάνω
      γεν-δοτ τοῖν καγκάνοιν τοῖν καγκάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάγκανος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κάγκανος, -ος, -ον

  • (για ξύλο) κατάξηρος, κατάλληλο για καύση, αρκετά ξερό
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 308 (308-311)
    περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν, | αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ, | καὶ δαΐδας μετέμισγον· ἀμοιβηδὶς δ᾽ ἀνέφαινον | δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος·
    Πάνω τους έβαλαν ξύλα ξερά, | από καιρό πια τραβηγμένα, σχισμένα μόλις με το χάλκινο πελέκι, | κι ανάμεσα στα ξύλα μπήκαν δαδιά, που κάθε λίγο τα συνδαύλιζαν, | η μια μετά την άλλη, του καρτερόψυχου Οδυσσέα οι δούλες.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία