Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιχθυέλαιο τα ιχθυέλαια
      γενική του ιχθυέλαιου
ιχθυελαίου
των ιχθυέλαιων
ιχθυελαίων
    αιτιατική το ιχθυέλαιο τα ιχθυέλαια
     κλητική ιχθυέλαιο ιχθυέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχθυέλαιο < ιχθ(ύς) + -έλαιο (απόδ. του γαλλ. huile de poisson)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιχθυέλαιο ουδέτερο

  • έλαιο με θεραπευτική αξία που παρασκευάζεται από ψάρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία