↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιχθυάλευρο τα ιχθυάλευρα
      γενική του ιχθυάλευρου των ιχθυάλευρων
    αιτιατική το ιχθυάλευρο τα ιχθυάλευρα
     κλητική ιχθυάλευρο ιχθυάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυάλευρο < ιχθυ- + άλευρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιχθυάλευρο ουδέτερο

  • η ουσία που μοιάζει με το αλεύρι και παρασκευάζεται από υπολείμματα ψαριών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία