Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχθυάλευρο < ιχθυ- + άλευρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιχθυάλευρο ουδέτερο

  • η ουσία που μοιάζει με το αλεύρι και παρασκευάζεται από υπολείμματα ψαριών

  Μεταφράσεις επεξεργασία