Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιχθυάλευρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ιχθυάλευρ
ο
τα
ιχθυάλευρ
α
γενική
του
ιχθυάλευρ
ου
των
ιχθυάλευρ
ων
αιτιατική
το
ιχθυάλευρ
ο
τα
ιχθυάλευρ
α
κλητική
ιχθυάλευρ
ο
ιχθυάλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιχθυάλευρο
<
ιχθυ-
+
άλευρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιχθυάλευρο
ουδέτερο
η ουσία που μοιάζει με το
αλεύρι
και παρασκευάζεται από υπολείμματα ψαριών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιχθυάλευρο
αγγλικά
:
fishmeal
(en)
,
fish flour
(en)
γαλλικά
:
farine
(fr)
de
poisson
(fr)