ισόκυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισόκυρος | η | ισόκυρη | το | ισόκυρο |
γενική | του | ισόκυρου | της | ισόκυρης | του | ισόκυρου |
αιτιατική | τον | ισόκυρο | την | ισόκυρη | το | ισόκυρο |
κλητική | ισόκυρε | ισόκυρη | ισόκυρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισόκυροι | οι | ισόκυρες | τα | ισόκυρα |
γενική | των | ισόκυρων | των | ισόκυρων | των | ισόκυρων |
αιτιατική | τους | ισόκυρους | τις | ισόκυρες | τα | ισόκυρα |
κλητική | ισόκυροι | ισόκυρες | ισόκυρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισόκυρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαισόκυρος, -η, -ο
- αυτός που φέρει το ίδιο έννομο κύρος με κάποιον άλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισόκυρος
|