↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόκυρος η ισόκυρη το ισόκυρο
      γενική του ισόκυρου της ισόκυρης του ισόκυρου
    αιτιατική τον ισόκυρο την ισόκυρη το ισόκυρο
     κλητική ισόκυρε ισόκυρη ισόκυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόκυροι οι ισόκυρες τα ισόκυρα
      γενική των ισόκυρων των ισόκυρων των ισόκυρων
    αιτιατική τους ισόκυρους τις ισόκυρες τα ισόκυρα
     κλητική ισόκυροι ισόκυρες ισόκυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισόκυρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ισόκυρος, -η, -ο

  • αυτός που φέρει το ίδιο έννομο κύρος με κάποιον άλλον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία