ιστοπαθολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστοπαθολογικός < ιστοπαθολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαιστοπαθολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ιστοπαθολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστοπαθολογικός
|
ιστοπαθολογικός, -ή, -ό
|