ισοπίθανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοπίθανος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ισοπίθανος, -η, -ο
- (μαθηματικά) αυτός που έχει ίδιες πιθανότητες να συμβεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοπίθανος
ισοπίθανος, -η, -ο