ισάμπρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ισάμπρι | τα | ισάμπρια |
γενική | του | ισαμπριού | των | ισαμπριών |
αιτιατική | το | ισάμπρι | τα | ισάμπρια |
κλητική | ισάμπρι | ισάμπρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισάμπρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sabır (υπομονή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισάμπρι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισάμπρι
|
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014