ιπποκομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποκομία θηλυκό
- η φροντίδα για την καθαριότητα, την υγεία και τη διατροφή των αλόγων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποκομία
|
ιπποκομία θηλυκό
|