Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιππεύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ιππεύτρι
α
οι
ιππεύτρι
ες
γενική
της
ιππεύτρι
ας
των
ιππευτρι
ών
αιτιατική
την
ιππεύτρι
α
τις
ιππεύτρι
ες
κλητική
ιππεύτρι
α
ιππεύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιππεύτρια
<
ιππεύω
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιππεύτρια
θηλυκό
αυτή που
ιππεύει
άλογα,
καβαλάρισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιππεύτρια
αγγλικά
:
rider
(en)
ισπανικά
:
amazona
(es)