ινφάντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ινφάντης | οι | ινφάντες |
γενική | του | ινφάντη | των | ινφαντών |
αιτιατική | τον | ινφάντη | τους | ινφάντες |
κλητική | ινφάντη | ινφάντες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ινφάντης < (άμεσο δάνειο) ισπανική infante
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινφάντης αρσενικό (θηλυκό: ινφάντα)
- τίτλος που έφερε ένας Ισπανός πρίγκιπας (βασιλόπουλο) που δεν ήταν διάδοχος του θρόνου