Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινφάντη < ινφάντης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινφάντη και ινφάντα θηλυκό

  1. τίτλος που έφερε μια Ισπανίδα πριγκίπισσα (βασιλοπούλα)
    λευκή λευκότερη κι απ' την αυγή, η Λεονώρα, ινφάντη απ' την Καστίλλη (τραγούδι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία