ινφάντη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινφάντη < ινφάντης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινφάντη και ινφάντα θηλυκό
- τίτλος που έφερε μια Ισπανίδα πριγκίπισσα (βασιλοπούλα)
- λευκή λευκότερη κι απ' την αυγή, η Λεονώρα, ινφάντη απ' την Καστίλλη (τραγούδι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινφάντη
→ δείτε τη λέξη ινφάντα |