ινταρές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ινταρές | οι | ινταρέδες |
γενική | του | ινταρέ | των | ινταρέδων |
αιτιατική | τον | ινταρέ | τους | ινταρέδες |
κλητική | ινταρέ | ινταρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ινταρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική idare (διαχείριση)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινταρές αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ινταρές
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014