Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ινστρούχτορας οι ινστρούχτορες
      γενική του ινστρούχτορα των ινστρουχτόρων
    αιτιατική τον ινστρούχτορα τους ινστρούχτορες
     κλητική ινστρούχτορα ινστρούχτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινστρούχτορας < ρωσική инструктор < γαλλική instructeur [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινστρούχτορας αρσενικό

  1. καθοδηγητής, συμβουλάτορας
  2. καθοδηγητής κομμουνιστικής οργάνωσης ή κόμματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία