ινστρούχτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινστρούχτορας < ρωσική инструктор < γαλλική instructeur [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινστρούχτορας αρσενικό
- καθοδηγητής, συμβουλάτορας
- καθοδηγητής κομμουνιστικής οργάνωσης ή κόμματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινστρούχτορας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ινστρούχτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας