ινάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ινάτι | τα | ινάτια |
γενική | του | ινατιού | των | ινατιών |
αιτιατική | το | ινάτι | τα | ινάτια |
κλητική | ινάτι | ινάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ινάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική inat < οθωμανική τουρκική عناد (inad, inat) < αραβική عناد (ʿinād)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινάτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (κρητικά) πείσμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- γινατεύω
- ιναντινά (επίρρημα)
- ινατζής
- ινατζού
- ινατίζω
- ινατισμένος
- ινατσάρης
- ινατσιάρης
- ινατσαρέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ινάτι
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- ινάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας