γινατεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγινατεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γινατεύω | γινάτευα | θα γινατεύω | να γινατεύω | γινατεύοντας | |
β' ενικ. | γινατεύεις | γινάτευες | θα γινατεύεις | να γινατεύεις | γινάτευε | |
γ' ενικ. | γινατεύει | γινάτευε | θα γινατεύει | να γινατεύει | ||
α' πληθ. | γινατεύουμε | γινατεύαμε | θα γινατεύουμε | να γινατεύουμε | ||
β' πληθ. | γινατεύετε | γινατεύατε | θα γινατεύετε | να γινατεύετε | γινατεύετε | |
γ' πληθ. | γινατεύουν(ε) | γινάτευαν γινατεύαν(ε) |
θα γινατεύουν(ε) | να γινατεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γινάτευσα | θα γινατεύσω | να γινατεύσω | γινατεύσει | ||
β' ενικ. | γινάτευσες | θα γινατεύσεις | να γινατεύσεις | γινάτευσε | ||
γ' ενικ. | γινάτευσε | θα γινατεύσει | να γινατεύσει | |||
α' πληθ. | γινατεύσαμε | θα γινατεύσουμε | να γινατεύσουμε | |||
β' πληθ. | γινατεύσατε | θα γινατεύσετε | να γινατεύσετε | γινατεύστε | ||
γ' πληθ. | γινάτευσαν γινατεύσαν(ε) |
θα γινατεύσουν(ε) | να γινατεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γινατεύσει | είχα γινατεύσει | θα έχω γινατεύσει | να έχω γινατεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις γινατεύσει | είχες γινατεύσει | θα έχεις γινατεύσει | να έχεις γινατεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει γινατεύσει | είχε γινατεύσει | θα έχει γινατεύσει | να έχει γινατεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γινατεύσει | είχαμε γινατεύσει | θα έχουμε γινατεύσει | να έχουμε γινατεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε γινατεύσει | είχατε γινατεύσει | θα έχετε γινατεύσει | να έχετε γινατεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γινατεύσει | είχαν γινατεύσει | θα έχουν γινατεύσει | να έχουν γινατεύσει |
|