ιμβερτοσάκχαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιμβερτοσάκχαρο | τα | ιμβερτοσάκχαρα |
γενική | του | ιμβερτοσάκχαρου & ιμβερτοσακχάρου |
των | ιμβερτοσάκχαρων & ιμβερτοσακχάρων |
αιτιατική | το | ιμβερτοσάκχαρο | τα | ιμβερτοσάκχαρα |
κλητική | ιμβερτοσάκχαρο | ιμβερτοσάκχαρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιμβερτοσάκχαρο ουδέτερο
- (χημεία) (τρόφιμο) γλυκόζη και φρουκτόζη που προκύπτουν από τον διαχωρισμό της σακχαρόζης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιμβερτοποιώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιμβερτοσάκχαρο