Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιμβερτοσάκχαρο τα ιμβερτοσάκχαρα
      γενική του ιμβερτοσάκχαρου
ιμβερτοσακχάρου
των ιμβερτοσάκχαρων
ιμβερτοσακχάρων
    αιτιατική το ιμβερτοσάκχαρο τα ιμβερτοσάκχαρα
     κλητική ιμβερτοσάκχαρο ιμβερτοσάκχαρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμβερτοσάκχαρο < αγγλική invert + -ο- + σάκχαρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιμβερτοσάκχαρο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία