Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμβερτοποιώ < αγγλική invert + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ιμβερτοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία