ιμβερτοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαιμβερτοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιμβερτοποιώ | ιμβερτοποιούσα | θα ιμβερτοποιώ | να ιμβερτοποιώ | ιμβερτοποιώντας | |
β' ενικ. | ιμβερτοποιείς | ιμβερτοποιούσες | θα ιμβερτοποιείς | να ιμβερτοποιείς | (ιμβερτοποίει) | |
γ' ενικ. | ιμβερτοποιεί | ιμβερτοποιούσε | θα ιμβερτοποιεί | να ιμβερτοποιεί | ||
α' πληθ. | ιμβερτοποιούμε | ιμβερτοποιούσαμε | θα ιμβερτοποιούμε | να ιμβερτοποιούμε | ||
β' πληθ. | ιμβερτοποιείτε | ιμβερτοποιούσατε | θα ιμβερτοποιείτε | να ιμβερτοποιείτε | ιμβερτοποιείτε | |
γ' πληθ. | ιμβερτοποιούν(ε) | ιμβερτοποιούσαν(ε) | θα ιμβερτοποιούν(ε) | να ιμβερτοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιμβερτοποίησα | θα ιμβερτοποιήσω | να ιμβερτοποιήσω | ιμβερτοποιήσει | ||
β' ενικ. | ιμβερτοποίησες | θα ιμβερτοποιήσεις | να ιμβερτοποιήσεις | ιμβερτοποίησε | ||
γ' ενικ. | ιμβερτοποίησε | θα ιμβερτοποιήσει | να ιμβερτοποιήσει | |||
α' πληθ. | ιμβερτοποιήσαμε | θα ιμβερτοποιήσουμε | να ιμβερτοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ιμβερτοποιήσατε | θα ιμβερτοποιήσετε | να ιμβερτοποιήσετε | ιμβερτοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ιμβερτοποίησαν ιμβερτοποιήσαν(ε) |
θα ιμβερτοποιήσουν(ε) | να ιμβερτοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιμβερτοποιήσει | είχα ιμβερτοποιήσει | θα έχω ιμβερτοποιήσει | να έχω ιμβερτοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιμβερτοποιήσει | είχες ιμβερτοποιήσει | θα έχεις ιμβερτοποιήσει | να έχεις ιμβερτοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιμβερτοποιήσει | είχε ιμβερτοποιήσει | θα έχει ιμβερτοποιήσει | να έχει ιμβερτοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιμβερτοποιήσει | είχαμε ιμβερτοποιήσει | θα έχουμε ιμβερτοποιήσει | να έχουμε ιμβερτοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιμβερτοποιήσει | είχατε ιμβερτοποιήσει | θα έχετε ιμβερτοποιήσει | να έχετε ιμβερτοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιμβερτοποιήσει | είχαν ιμβερτοποιήσει | θα έχουν ιμβερτοποιήσει | να έχουν ιμβερτοποιήσει |
|