Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιμβερτοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιμβερτοποιημέν
ος
η
ιμβερτοποιημέν
η
το
ιμβερτοποιημέν
ο
γενική
του
ιμβερτοποιημέν
ου
της
ιμβερτοποιημέν
ης
του
ιμβερτοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
ιμβερτοποιημέν
ο
την
ιμβερτοποιημέν
η
το
ιμβερτοποιημέν
ο
κλητική
ιμβερτοποιημέν
ε
ιμβερτοποιημέν
η
ιμβερτοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιμβερτοποιημέν
οι
οι
ιμβερτοποιημέν
ες
τα
ιμβερτοποιημέν
α
γενική
των
ιμβερτοποιημέν
ων
των
ιμβερτοποιημέν
ων
των
ιμβερτοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
ιμβερτοποιημέν
ους
τις
ιμβερτοποιημέν
ες
τα
ιμβερτοποιημέν
α
κλητική
ιμβερτοποιημέν
οι
ιμβερτοποιημέν
ες
ιμβερτοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ιμβερτοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ιμβερτοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιμβερτοποιημένος