ιμβερτοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιμβερτοποίηση | οι | ιμβερτοποιήσεις |
γενική | της | ιμβερτοποίησης* | των | ιμβερτοποιήσεων |
αιτιατική | την | ιμβερτοποίηση | τις | ιμβερτοποιήσεις |
κλητική | ιμβερτοποίηση | ιμβερτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιμβερτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιμβερτοποίηση < ιμβερτοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιμβερτοποίηση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιμβερτοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιμβερτοποίηση
|