ιλάτζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιλάτζι | τα | ιλάτζια |
γενική | του | ιλατζιού | των | ιλατζιών |
αιτιατική | το | ιλάτζι | τα | ιλάτζια |
κλητική | ιλάτζι | ιλάτζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιλάτζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ilâç (φάρμακο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιλάτζι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιλάτζι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ http://repository.edulll.gr/edulll/retrieve/2350/692.pdf
- ↑ ileaci - Cunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014, σελ.556@archive.org
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014