Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ικαριώτικος η ικαριώτικη το ικαριώτικο
      γενική του ικαριώτικου της ικαριώτικης του ικαριώτικου
    αιτιατική τον ικαριώτικο την ικαριώτικη το ικαριώτικο
     κλητική ικαριώτικε ικαριώτικη ικαριώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ικαριώτικοι οι ικαριώτικες τα ικαριώτικα
      γενική των ικαριώτικων των ικαριώτικων των ικαριώτικων
    αιτιατική τους ικαριώτικους τις ικαριώτικες τα ικαριώτικα
     κλητική ικαριώτικοι ικαριώτικες ικαριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ικαριώτικος < Ικαριώτ(ης) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

ικαριώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Ικαρία και τους κατοίκους της

  Μεταφράσεις επεξεργασία