ικαριώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ικαριώτικος < Ικαριώτ(ης) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
ικαριώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Ικαρία και τους κατοίκους της
Μεταφράσεις επεξεργασία
ικαριώτικος
|
ικαριώτικος, -η, -ο
|