ιερακοτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιερακοτρόφος < ελληνιστική κοινή ἱερακοτρόφος < αρχαία ελληνική ἱέραξ + τρέφω -τρόφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιερακοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιερακοτρόφος
|