ιερακοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιερακοτροφία (μαρτυρείται από το 1872)[1]< ιερακοτρόφος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιερακοτροφία θηλυκό
- το επάγγελμα ή η ενασχόληση του ιερακοτρόφου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιερακοτροφία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 484, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου