Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδιωτικός υπάλληλος οι ιδιωτικοί υπάλληλοι
      γενική του ιδιωτικού υπαλλήλου των ιδιωτικών υπαλλήλων
    αιτιατική τον ιδιωτικό υπάλληλο τους ιδιωτικούς υπαλλήλους
     κλητική ιδιωτικέ υπάλληλε ιδιωτικοί υπάλληλοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιωτικός υπάλληλος < ιδιωτικός, υπάλληλος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιδιωτικός υπάλληλος αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία