ιδεόγλωσσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδεόγλωσσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιδεόγλωσσα θηλυκό
- γλώσσα για τη συνεννόηση των διανοούμενων διαφόρων εθνικοτήτων, που προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να πλάσουν λόγιοι και φιλόσοφοι διαφόρων εποχών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδεόγλωσσα
|