↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατρομηχανολογικός η ιατρομηχανολογική το ιατρομηχανολογικό
      γενική του ιατρομηχανολογικού της ιατρομηχανολογικής του ιατρομηχανολογικού
    αιτιατική τον ιατρομηχανολογικό την ιατρομηχανολογική το ιατρομηχανολογικό
     κλητική ιατρομηχανολογικέ ιατρομηχανολογική ιατρομηχανολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατρομηχανολογικοί οι ιατρομηχανολογικές τα ιατρομηχανολογικά
      γενική των ιατρομηχανολογικών των ιατρομηχανολογικών των ιατρομηχανολογικών
    αιτιατική τους ιατρομηχανολογικούς τις ιατρομηχανολογικές τα ιατρομηχανολογικά
     κλητική ιατρομηχανολογικοί ιατρομηχανολογικές ιατρομηχανολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιατρομηχανολογικός < ιατρο- + μηχανολογικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ιατρομηχανολογικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία