Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θολοστάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
θολοστάτ
ης
οι
θολοστάτ
ες
γενική
του
θολοστάτ
η
των
θολοστατ
ών
αιτιατική
τον
θολοστάτ
η
τους
θολοστάτ
ες
κλητική
θολοστάτ
η
θολοστάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θολοστάτης
<
θόλος
+
-ο-
+
-στάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θολοστάτης
αρσενικό
τοίχος
(ή άλλη
κατασκευή
) επί του οποίου στηρίζεται
θόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θολοστάτης