Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θηρεύσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θηρεύσιμ
ος
η
θηρεύσιμ
η
το
θηρεύσιμ
ο
γενική
του
θηρεύσιμ
ου
της
θηρεύσιμ
ης
του
θηρεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
θηρεύσιμ
ο
τη
θηρεύσιμ
η
το
θηρεύσιμ
ο
κλητική
θηρεύσιμ
ε
θηρεύσιμ
η
θηρεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θηρεύσιμ
οι
οι
θηρεύσιμ
ες
τα
θηρεύσιμ
α
γενική
των
θηρεύσιμ
ων
των
θηρεύσιμ
ων
των
θηρεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
θηρεύσιμ
ους
τις
θηρεύσιμ
ες
τα
θηρεύσιμ
α
κλητική
θηρεύσιμ
οι
θηρεύσιμ
ες
θηρεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θηρεύσιμος
<
αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασία
θηρεύσιμος, -η, -ο
που μπορείς ή επιτρέπεται να τον
κυνηγήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θηρεύσιμος