Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηβαίικος η θηβαίικη το θηβαίικο
      γενική του θηβαίικου της θηβαίικης του θηβαίικου
    αιτιατική τον θηβαίικο τη θηβαίικη το θηβαίικο
     κλητική θηβαίικε θηβαίικη θηβαίικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηβαίικοι οι θηβαίικες τα θηβαίικα
      γενική των θηβαίικων των θηβαίικων των θηβαίικων
    αιτιατική τους θηβαίικους τις θηβαίικες τα θηβαίικα
     κλητική θηβαίικοι θηβαίικες θηβαίικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηβαίικος < Θήβα

  Επίθετο επεξεργασία

θηβαίικος

  1. θηβαϊκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία