Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
θεοφρον-
ονομαστική / θεόφρων τὸ θεόφρον
      γενική τοῦ/τῆς θεόφρονος τοῦ θεόφρονος
      δοτική τῷ/τῇ θεόφρον τῷ θεόφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν θεόφρον τὸ θεόφρον
     κλητική ! θεόφρον θεόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεόφρονες τὰ θεόφρον
      γενική τῶν θεοφρόνων τῶν θεοφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεόφροσῐ(ν) τοῖς θεόφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεόφρονᾰς τὰ θεόφρον
     κλητική ! θεόφρονες θεόφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεόφρονε τὼ θεόφρονε
      γεν-δοτ τοῖν θεοφρόνοιν τοῖν θεοφρόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεόφρων < θεό- + -φρων

  Επίθετο επεξεργασία

θεόφρων, -ων, -ον

  • αυτός που φρονεί θεϊκά, ο ευσεβής
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 41 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (6.39-6.41)
    ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα | κάλπιδά τ᾽ ἀργυρέαν λόχμας ὑπὸ κυανέας | τίκτε θεόφρονα κοῦρον.
    Και κείνη το άλικο ζωνάρι της | και το αργυρό αποθέτοντας λαγήνι κάτω από θάμνους σκοτεινούς, | εγέννησε το θεόπνευστο αγόρι.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία