θεσμοθεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεσμοθεσία < ελληνιστική κοινή θεσμοθεσία < αρχαία ελληνική θεσμός + θέσις < τίθημι. Συγχρονικά αναλύεται σε θεσμ(ός) + -ο- + -θεσία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεσμοθεσία θηλυκό
- συνώνυμο του θεσμοθέτηση
- το σύνολο των θεσμών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θεσμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεσμοθεσία
|