Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμιώτικος η θερμιώτικη το θερμιώτικο
      γενική του θερμιώτικου της θερμιώτικης του θερμιώτικου
    αιτιατική τον θερμιώτικο τη θερμιώτικη το θερμιώτικο
     κλητική θερμιώτικε θερμιώτικη θερμιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμιώτικοι οι θερμιώτικες τα θερμιώτικα
      γενική των θερμιώτικων των θερμιώτικων των θερμιώτικων
    αιτιατική τους θερμιώτικους τις θερμιώτικες τα θερμιώτικα
     κλητική θερμιώτικοι θερμιώτικες θερμιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμιώτικος < Θερμιώτ(ης) + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

θερμιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τα Θερμιά και τους κατοίκους της

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία