θερμιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμιώτικος < Θερμιώτ(ης) + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
θερμιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Θερμιά και τους κατοίκους της
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμιώτικος
|