Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοπρεπής < αρχαία ελληνική
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοπρεπής η θεοπρεπής το θεοπρεπές
      γενική του θεοπρεπούς* της θεοπρεπούς του θεοπρεπούς
    αιτιατική τον θεοπρεπή τη θεοπρεπή το θεοπρεπές
     κλητική θεοπρεπή(ς) θεοπρεπής θεοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοπρεπείς οι θεοπρεπείς τα θεοπρεπή
      γενική των θεοπρεπών των θεοπρεπών των θεοπρεπών
    αιτιατική τους θεοπρεπείς τις θεοπρεπείς τα θεοπρεπή
     κλητική θεοπρεπείς θεοπρεπείς θεοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

θεοπρεπής, -ης, -ές

  • που αρμόζει σε θεό ή θεούς
    ※  Όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καλούμαστε να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού, γνωρίζοντας πως η θεοπρεπής και αξιοπρεπής αντιμετώπιση της ασθένειας, συνιστά μετοχή του ανθρώπου στο μαρτύριο της συνειδήσεως και θυσία ευώδη ενώπιον του Θεού, ενώ και η ουσιαστική βοήθεια και συνεργασία στην μη εξάπλωση της ασθενείας, μάς οδηγεί στην πραγμάτωση της διακονικής αγάπης (Κοροναϊός : Η Εκκλησία ενημερώνει τους πιστούς, «προσευχηθείτε και τηρήστε τους κανόνες υγιεινής», in.gr, 28/2/2020 [1])
    ※  Το όνομα Ιησούς δόθηκε με αποκάλυψη άνωθεν, είναι αναπόσπαστο από το πρόσωπο του Χριστού και η Θεοπρεπής επίκλησή του ζωοποιεί τη χαρισματική παρουσία του. (Η ευχή του Ιησού, Αρχιμ. Ζαχαρίου, apostoliki-diakonia.gr [2])


  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοπρεπής < θεός + πρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

θεοπρεπής, -ης, -ές

  • αυτός που αρμόζει σε θεό ή θεούς
    ※  Η γαρ νύν λεγομένη Περσική στολή, και ο τής τοξικής και ιππικής ζήλος, και η περί τους βασιλέας θεραπεία, και κόσμος, και σεβασμός θεοπρεπής παρά των αρχομένων εις τους Πέρσας παρά των Μήδων αφίκται (Στράβων, Γεωγραφικά, τόμος 2)