θεοπνευστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοπνευστία < θεόπνευστος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεοπνευστία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- θεόπνευστος
- → δείτε τις λέξεις θεός και πνέω
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοπνευστία