Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεομητορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεομητορικ
ός
η
θεομητορικ
ή
το
θεομητορικ
ό
γενική
του
θεομητορικ
ού
της
θεομητορικ
ής
του
θεομητορικ
ού
αιτιατική
τον
θεομητορικ
ό
τη
θεομητορικ
ή
το
θεομητορικ
ό
κλητική
θεομητορικ
έ
θεομητορικ
ή
θεομητορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεομητορικ
οί
οι
θεομητορικ
ές
τα
θεομητορικ
ά
γενική
των
θεομητορικ
ών
των
θεομητορικ
ών
των
θεομητορικ
ών
αιτιατική
τους
θεομητορικ
ούς
τις
θεομητορικ
ές
τα
θεομητορικ
ά
κλητική
θεομητορικ
οί
θεομητορικ
ές
θεομητορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεομητορικός
<
Θεομήτωρ
Επίθετο
επεξεργασία
θεομητορικός. -ή, -ό
σχετικός με τη
Θεομήτορα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεομητορικός