Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεομίσητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεομίσητ
ος
η
θεομίσητ
η
το
θεομίσητ
ο
γενική
του
θεομίσητ
ου
της
θεομίσητ
ης
του
θεομίσητ
ου
αιτιατική
τον
θεομίσητ
ο
τη
θεομίσητ
η
το
θεομίσητ
ο
κλητική
θεομίσητ
ε
θεομίσητ
η
θεομίσητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεομίσητ
οι
οι
θεομίσητ
ες
τα
θεομίσητ
α
γενική
των
θεομίσητ
ων
των
θεομίσητ
ων
των
θεομίσητ
ων
αιτιατική
τους
θεομίσητ
ους
τις
θεομίσητ
ες
τα
θεομίσητ
α
κλητική
θεομίσητ
οι
θεομίσητ
ες
θεομίσητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεομίσητος
<
θεο-
+
μισητός
Επίθετο
επεξεργασία
θεομίσητος, -η, -ο
μισητός
ακόμα και από το
θεό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεομίσητος