Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοκρασία οι θεοκρασίες
      γενική της θεοκρασίας των θεοκρασιών
    αιτιατική τη θεοκρασία τις θεοκρασίες
     κλητική θεοκρασία θεοκρασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοκρασία < ελληνιστική κοινή θεοκρασία < αρχαία ελληνική θεός + κρᾶσις (< κεράννυμι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοκρασία θηλυκό

  1. (θρησκεία) η πρόσμειξη ιδιοτήτων διαφόρων θεοτήτων σε μια άλλη θεότητα ή η ανάμειξη θρησκευτικών στοιχείων ενός τρόπου λατρείας σε έναν άλλο. Αυτή η ανταλλαγή επιμέρους θρησκευτικών στοιχείων ονομάζεται, επίσης, θρησκευτικός συγκρητισμός.
  2. (θρησκεία) η θρησκευτικοφιλοσοφική αντίληψη της ένωσης της ανθρώπινης ψυχής με το Θείο, συνήθως μέσω διαλογισμού. Αυτή η αντίληψη αποτελούσε ιδανικό μεταξύ ορισμένων Νεοπλατωνιστών και Ανατολιτών μυστικιστών.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία