Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεμέλιωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θεμέλιωμα
τα
θεμελιώμα
τ
α
γενική
του
θεμελιώμα
τ
ος
των
θεμελιωμά
τ
ων
αιτιατική
το
θεμέλιωμα
τα
θεμελιώμα
τ
α
κλητική
θεμέλιωμα
θεμελιώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεμέλιωμα
<
θεμελιώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θεμέλιωμα
ουδέτερο
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
θεμελίωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεμέλιωμα
→
δείτε
τη λέξη
θεμελίωση