→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεημάχος τὸ θεημάχον
      γενική τοῦ/τῆς θεημάχου τοῦ θεημάχου
      δοτική τῷ/τῇ θεημάχ τῷ θεημάχ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεημάχον τὸ θεημάχον
     κλητική ! θεημάχε θεημάχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεημάχοι τὰ θεημάχ
      γενική τῶν θεημάχων τῶν θεημάχων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεημάχοις τοῖς θεημάχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεημάχους τὰ θεημάχ
     κλητική ! θεημάχοι θεημάχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεημάχω τὼ θεημάχω
      γεν-δοτ τοῖν θεημάχοιν τοῖν θεημάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεημάχος < θεημ-, ποιητικός τύπος του θεομ- (όπως στο θεομάχος) + -μάχος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεημάχος, -ος, -ον