Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεομάχος οι θεομάχοι
      γενική του θεομάχου των θεομάχων
    αιτιατική τον θεομάχο τους θεομάχους
     κλητική θεομάχε θεομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεομάχος < αρχαία ελληνική θεομάχος

  Επίθετο επεξεργασία

θεομάχος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεομάχος < θεός + μάχομαι

  Επίθετο επεξεργασία

θεομάχος

  1. αυτός που μάχεται κατά θεού ή θεών
  2. αυτός που αντιστρατεύεται σε εντολές θεού ή θεών, ή δεν αποδίδει σεβασμό σε ιερούς χώρους και ιερές τελετές, κατ΄ επέκταση ο αμαρτωλός στην αρχαιότητα

παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία