θεομάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεομάχος | οι | θεομάχοι |
γενική | του | θεομάχου | των | θεομάχων |
αιτιατική | τον | θεομάχο | τους | θεομάχους |
κλητική | θεομάχε | θεομάχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεομάχος < αρχαία ελληνική θεομάχος
Επίθετο
επεξεργασίαθεομάχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθεομάχος
- αυτός που μάχεται κατά θεού ή θεών
- αυτός που αντιστρατεύεται σε εντολές θεού ή θεών, ή δεν αποδίδει σεβασμό σε ιερούς χώρους και ιερές τελετές, κατ΄ επέκταση ο αμαρτωλός στην αρχαιότητα
παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεομάχος
|