Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεομαχέω παρασύνθετο του θεομάχος (θεός + μάχομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

θεομαχέω - θεομαχῶ (συνηρημένο)

  1. μάχομαι θεό, ή θεούς
  2. είμαι ασεβής, βλάσφημος
κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο (Ευριπίδης, Βάκχαι, 325)

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. θεοβλαβῶ

Σύνθετα επεξεργασία