θεανδρικός
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεανδρικός < θέανδρ(ος) + -ικός < αρχαία ελληνική θεός + ἀνήρ, ἀνδρ-
Επίθετο
επεξεργασίαθεανδρικός, -ή, -όν
- που έχει σχέση με τη θεία και την ανθρώπινη φύση ή αναφέρεται στην ενανθρώπιση, τη θεανθρωπία, τη θεανδρία
Συγγενικά
επεξεργασία- θεανδρικῶς
- θέανδρος
- → δείτε τις λέξεις θεός και ἀνήρ
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- θεανδρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.