Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεαματικοποίηση οι θεαματικοποιήσεις
      γενική της θεαματικοποίησης των θεαματικοποιήσεων
    αιτιατική τη θεαματικοποίηση τις θεαματικοποιήσεις
     κλητική θεαματικοποίηση θεαματικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεαματικοποίηση < θεαματικ(ός) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.a.ma.ti.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐α‐μα‐τι‐κο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεαματικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr