θεαματικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεαματικοποίηση | οι | θεαματικοποιήσεις |
γενική | της | θεαματικοποίησης | των | θεαματικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | θεαματικοποίηση | τις | θεαματικοποιήσεις |
κλητική | θεαματικοποίηση | θεαματικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεαματικοποίηση < θεαματικ(ός) + -ο- + -ποίηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.a.ma.ti.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐α‐μα‐τι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεαματικοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του θεαματοποίηση
- ※ Τι συμβαίνει όταν παρατηρείς τον πόνο των άλλων; Μήπως η διαρκής απεικόνιση της βίας μάς κάνει να τη συνηθίζουμε και αναπόφευκτα γινόμαστε συμμέτοχοι στη θεαματικοποίηση του πόνου; Τι συμβαίνει όταν ο πόνος προσφέρεται ως θέαμα και προϊόν απόλαυσης; (Εύα Παπαδοπούλου, Μην κοιτάτε απλώς εικόνες, μάθετε τις ιστορίες, Εφημερίδα των Συντακτών, 29 Ιουνίου 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεαματικοποίηση
→ δείτε τη λέξη θεαματοποίηση |
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr